τυφοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που έχει τη μορφή τύφου, που μοιάζει με τύφο: Τυφοειδής πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek
τυφώδης — ες / τυφώδης, ῶδες, ΝΑ [τῡφος] 1. (για πυρετό) όμοιος με τύφο, τυφοειδής 2. αλαζονικός, υπεροπτικός νεοελλ. φρ. «τυφώδης κατάσταση» ιατρ. κατάσταση ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε βαριά λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι κατ εξοχήν ο… … Dictionary of Greek
αλωπεκία — Πτώση των μαλλιών και γενικά των τριχών. Όταν ο θύλακος της τρίχας ατροφεί ή καταστρέφεται, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη φαλάκρα, η α. είναι μόνιμη και λέγεται πρωτοπαθής. Αντίθετα, είναι προσωρινή και ονομάζεται δευτεροπαθής, όταν… … Dictionary of Greek
γαστρεντερίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου του στομαχιού και του λεπτού εντέρου που μπορεί να προκληθεί από τροφική δηλητηρίαση, βακτηριακή λοίμωξη, μεταλλικά άλατα, καθώς και από καταχρήσεις οινοπνευματωδών ποτών και φαγητών με πολλά καρυκεύματα ή ως συνέπεια… … Dictionary of Greek
εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… … Dictionary of Greek
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
σαλμονέλ(λ)ωση — η, Ν 1. ιατρ. γενικός όρος που αναφέρεται στις μολύνσεις από τα βακτήρια τού γένους σαλμονέλ(λ)α, μολύνσεις στις οποίες περιλαμβάνονται ο τυφοειδής και παρατυφοειδής πυρετός, καθώς και μία σειρά τροφικών λοιμώξεων με γαστρεντερική εντόπιση και,… … Dictionary of Greek
τυφοειδικός — ή, ό, Ν [τυφοειδής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυφοειδή πυρετό … Dictionary of Greek
τύφος — ο / τῡφος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τυφός Α νεοελλ. 1. ιατρ. ονομασία διαφόρων λοιμωδών παθήσεων, όπως είναι ο εξανθηματικός τύφος, οι υπόστροφοι πυρετοί ή υπόστροφοι τύφοι, ο κοιλιακός τύφος ή τυφοειδής πυρετός κ.ά. 2. (κτην.) κοινή ονομασία διαφόρων… … Dictionary of Greek